- Σατυρίσκος
- Σᾰτῠρίσκος, ὁ, Dim. ofA
Σάτυρος 1.2
, Theoc.4.62, 27.3,49, Heph. Astr.1.1.II σατυρίσκος, ὁ,=σατύριον 11
, Ps.-Dsc.3.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σάτυρος 1.2
, Theoc.4.62, 27.3,49, Heph. Astr.1.1.σατύριον 11
, Ps.-Dsc.3.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σατυρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυρίσκος — ὁ, Α [Σάτυρος] 1. (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος, Σατυρίδιον* 2. το φυτό σατύριο … Dictionary of Greek
Σατυρίσκε — Σατυρίσκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατυρίσκοις — Σατυρίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατυρίσκον — Σατυρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατυρίσκους — Σατυρίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατυρίσκων — Σατυρίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)